- παθεινός
- πᾰθ-εινός, ή, όν,A suffering, mournful, LXX Jb.29.25; sick, Ostr.Bodl.i 354 (ii/i B. C.):—written [full] παθινός, PTeb.234 (ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παθεινός — και παθινός, ή, όν (Α) 1. αυτός που πάσχει, που θρηνεί ή που πενθεί 2. ασθενικός, καχεκτικός, αρρωστιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάθος + κατάλ. (ε)ινός (πρβλ. ποθ εινός)] … Dictionary of Greek
παθεινοῖς — παθεινός suffering masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθεινούς — παθεινός suffering masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθινός — παθινός, ή, όν (Α) (δ. γρφ.) βλ. παθεινός … Dictionary of Greek